αριήκοος

αριήκοος
ἀριήκοος, -ον (Α)
1. ονομαστός, ξακουστός
2. αυτός που ακούει από μακριά, που ακούει χωρίς δυσκολία, ο ευήκοος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι-* + ακούω (με έκταση του αρχικού φωνήεντος στη σύνθεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀριήκοος — much heard of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριήκοον — ἀριήκοος much heard of masc/fem acc sg ἀριήκοος much heard of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριηκόου — ἀριήκοος much heard of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀριήκοα — ἀριήκοος much heard of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MELANTHH — scopuli maris Ionii circa Samum. Strabo. Fornelli Bordoni. Furni Nigro. Lege Melanthii. Ita enim eos vocat Apollon. Argon. l. 4. uti videre est in his. Ἵκεο πέτρας ῾Πίμφα Μελαντίους ἀριήκοος, αἵ τ᾿ ενὶ πόντῳ ῟Ηνται. Ubi Scholiast. Μελάντιοι δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρι- — (AM ἀρι ) προθεματικό, επιτατικό μόριο που χρησιμεύει για να επιτείνει τη σημασία του β συνθετικού της λέξης στην οποία απαντά και σημαίνει «πολύ, κατεξοχήν» (πρβλ. το συνώνυμο ερι ). Χρησιμοποιείται σε αρκετές λέξεις, κυρίως του αρχαίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”